Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Βραζιλία: Χρηματιστήριο και φαβέλες ψηφίζουν Λούλα , Της GEISA MARIA ROCHA

Σήμερα, 3 Οκτωβρίου, πρώτη φορά από την αποκατάσταση της δημοκρατίας (1984), οι προεδρικές εκλογές στη Βραζιλία διεξάγονται απόντος του Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα από τη λίστα των υποψηφίων. Υστερα από δύο θητείες στη θέση του προέδρου, ήρθε η ώρα του απολογισμού. Πραγματοποιήθηκε, τελικά, η μεταμόρφωση της Βραζιλίας, την οποία προσδοκούσε τμήμα της αριστεράς;

Στις 29 Μαρτίου 2010, όταν η «Wall Street Journal» αναρωτήθηκε τι περιμένουν οι Βραζιλιάνοι από τον επόμενο πρόεδρό τους, που θα αναδειχθεί τον Οκτώβριο, κατέληξε πολύ γρήγορα στο συμπέρασμα: «Να μην αλλάξει τα πράγματα!». Η προσδοκία τους δεν προκαλεί έκπληξη, εφόσον, εδώ και μερικά χρόνια, άνθρωποι που προηγουμένως υποσιτίζονταν και πεινούσαν, μπορούν να τρέφονται ικανοποιητικά.

Τον Σεπτέμβριο του 2003, την πρώτη χρονιά του στην εξουσία, ο πρόεδρος Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα διαβεβαίωνε: «Μέχρι το τέλος της θητείας μου, κανένας Βραζιλιάνος δεν θα υποφέρει από πείνα». Οι συνθήκες εξαθλίωσης στη Βραζιλία προσφέρονταν για μεγάλες υποσχέσεις, ωστόσο η πρόοδος που σημειώθηκε ήταν όντως σημαντική. Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, μέσα σε επτά χρόνια, σχεδόν 20 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι (σε σύνολο 190 εκατομμυρίων) άφησαν πίσω τους τη φτώχεια. Κυρίως το πρόγραμμα Fome Zero («Πείνα Μηδέν») διασφάλισε στις οικογένειες των ιθαγενών την πρόσβαση στα βασικά προϊόντα διατροφής, μέσω βοηθημάτων που κυμαίνονταν (στις αρχές του 2007) από 18 έως 90 ευρώ το μήνα. Αποτέλεσμα; Μόνο κατά τη διάρκεια της πρώτης θητείας του «Λούλα», ο παιδικός υποσιτισμός μειώθηκε κατά 46%.

Στις βορειοανατολικές επαρχίες -όπου γεννήθηκε ο πρόεδρος και μάλιστα γνώρισε και ο ίδιος την πείνα- ο παιδικός υποσιτισμός μειώθηκε κατά 74%. Τον Μάιο του 2010, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Διατροφής του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) απένειμε στον Λούλα τον τίτλο του «παγκόσμιου πρωταθλητή στη μάχη κατά της πείνας».

Η Βραζιλία παραμένει μία από τις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες παγκοσμίως. Αλλά οι ανισότητες είναι λίγο μικρότερες από πριν. Μεταξύ 2003 και 2010, τα εισοδήματα του 10% των φτωχότερων Βραζιλιάνων αυξήθηκαν κατά 8% ετησίως: πολύ ταχύτερα από ό,τι το σύνολο της οικονομίας και τα εισοδήματα του 10% των πλουσιότερων (αύξηση 1,5%). Τα κατώτερα μεσαία στρώματα -νοικοκυριά των οποίων το μηνιαίο εισόδημα κυμαίνεται από 1.065 έως 4.591 ρεάλ (δηλαδή από 467 έως 2.000 ευρώ)- που αποτελούσαν το 37% του πληθυσμού, αντιστοιχούν πλέον στο 50% και παραπάνω. Στον τομέα της εκπαίδευσης, το πρόγραμμα ProUni (Projeto Universidade para todos, Πρόγραμμα Πανεπιστήμιο για όλους) παρέχει στήριξη στους μαθητές από φτωχές οικογένειες και η μέση διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης πέρασε από τα 6,1 (το 1995) στα 8,3 χρόνια το 2010.

Κατά τη διάρκεια των δύο προεδρικών θητειών του πρώην συνδικαλιστή Λούλα, δημιουργήθηκαν 14 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, ενώ ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 53,6% σε πραγματικούς όρους -δηλαδή λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό. Η αύξηση αυτή ωφελεί όχι μόνο τους χαμηλόμισθους -που αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού- αλλά και τους συνταξιούχους, καθώς επίσης και τους δικαιούχους βοηθημάτων για άτομα με ειδικές ανάγκες, οι οποίοι εισπράττουν επιδόματα συνδεδεμένα με τον κατώτατο μισθό. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στην αύξηση του μεριδίου της εργασίας επί του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), από 40% το 2000, σε 43,6% το 2009.

Κοινωνική πολιτική

Η Bolsa Familia («Οικογενειακό Ταμείο») παραμένει το εμβληματικό πρόγραμμα της κοινωνικής πολιτικής. Αφορά τα βοηθήματα που καταβάλλονται σε οικογένειες που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, αφορά 12,4 εκατομμύρια νοικοκυριά (δηλαδή πάνω από 40 εκατομμύρια ανθρώπους), τα οποία εισπράττουν κατά μέσον όρο περίπου 95 ρεάλ το μήνα (σχεδόν 42 ευρώ).

Ωστόσο, όταν τίθεται το ζήτημα του απολογισμού της προεδρίας «Λούλα», ορισμένοι παραμένουν διστακτικοί. Για να εξηγήσει κανείς την προσέγγισή τους, πρέπει να ανατρέξει στις απαρχές του προγράμματος Bolsa Familia.

Ολα ξεκινούν στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Νομισματική κρίση και κοινωνικές κινητοποιήσεις συνθέτουν την ατμόσφαιρα. Τα μέτρα διαρθρωτικής προσαρμογής και οικονομικής σταθεροποίησης που επιβάλλει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) βυθίζουν τους Βραζιλιάνους στην εξαθλίωση. Στη Λατινική Αμερική, ο αριθμός των φτωχών σχεδόν διπλασιάζεται μεταξύ 1980 και 2001, περνώντας από τα 120 στα 220 εκατομμύρια ανθρώπους. Κακοτυχία; Οχι ακριβώς. Σύμφωνα με την ομολογία ενός από τους οικονομολόγους της Παγκόσμιας Τράπεζας, η «συναίνεση της Ουάσιγκτον»(1) τις δεκαετίες 1980 και 1990 «περιφρονούσε οποιονδήποτε προβληματισμό σχετικά με την ισότητα» και έκανε προσπάθειες «για να αποφευχθεί οποιοδήποτε μέτρο αναδιανομής του εισοδήματος(2)».

Ωστόσο, οι κοινωνικές πληγές που άνοιξαν και η αμφισβήτηση των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών σύντομα ανάγκασαν την Παγκόσμια Τράπεζα να «στρογγυλέψει» το οικονομικό της πρόγραμμα. Στην έκθεσή της «για την παγκόσμια ανάπτυξη, 2000-2001» περιλαμβάνεται σειρά συστάσεων ώστε η δράση του οργανισμού να επανακτήσει τη χαμένη της νομιμοποίηση. Στο προοίμιο της έκθεσης, ο τότε πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Τζέιμς Γούλφενσον, εκδηλώνει μια μέχρι τότε άγνωστη πρόθεσή του: «την ενίσχυση της αποδοχής των μεταρρυθμίσεων και των σταθεροποιητικών προγραμμάτων», ώστε «να αποφευχθούν συγκρούσεις σχετικά με τη διανομή των πλουτοπαραγωγικών πόρων, οι οποίες, ορισμένες φορές, οδηγούν σε αδιέξοδα, οξύνουν τις οικονομικές κρίσεις και μπορούν ακόμη και να προκαλέσουν την πτώση κυβερνήσεων». Με ποιον τρόπο; Δημιουργώντας κοινωνικά «δίκτυα προστασίας».

Στη Βραζιλία, από τον Απρίλιο του 2001, επί προεδρίας Φερνάντο Ενρίκε Καρντόζο (1995-2002), του αρχιτέκτονα της νεοφιλελεύθερης μεταρρύθμισης της χώρας, οι συστάσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας μεταφράζονται στην εφαρμογή των προγραμμάτων Bolsa Escola(3), για να ακολουθήσουν τα προγράμματα Bolsa Alimentacao(4) και Auxilio G―s(5). Κοινωνικά προγράμματα που, απλώς, συνενώθηκαν με το Bolsa Familia και διευρύνθηκαν.

Τα προγράμματα αυτά εξασφάλισαν στον Λούλα ντα Σίλβα την υποστήριξη των φτωχότερων στρωμάτων και την ευρεία νίκη του στις προεδρικές εκλογές του 2006. Επίσης, η εφαρμογή τους δεν απέτρεψε τους πολύ πλούσιους από το να τον ψηφίσουν κατά πλειοψηφία για μια δεύτερη θητεία. Ετσι, εγκαθιδρύθηκε, κατά τη διάρκεια της προεδρίας Λούλα, αυτό που ο πανεπιστημιακός Αρμάντο Μπόιτο Τζούνιορ περιγράφει ως «μια συμμαχία (...) που ενώνει, κατά αρκετά παράδοξο τρόπο, τα δύο άκρα της βραζιλιάνικης κοινωνίας(6)». Αλλά δεν ωφέλησε και τα δύο άκρα με τον ίδιο τρόπο.

Κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, την 1η Ιανουαρίου 2003, ο «Λούλα» είχε διακηρύξει: «Αλλαγή, αυτό είναι το σύνθημά μας». Γεγονός που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει την πολιτική μακροοικονομικής σταθεροποίησης του προκατόχου του Καρντόζο, τον οποίο, ωστόσο, πριν από τις εκλογές χαρακτήριζε «δήμιο της βραζιλιάνικης οικονομίας». Ο Λούλα που, μέχρι την προεκλογική εκστρατεία του 1989, υποσχόταν στάση πληρωμών, ξεπέρασε τελικά ακόμη και τις απαιτήσεις του ΔΝΤ στο θέμα της εξυπηρέτησης του χρέους. Το ΔΝΤ απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα(7) 3,75% του ΑΕΠ για το 2003. Ο Λούλα παρουσίασε πλεόνασμα 4,25%, με μια «συμπληρωματική προσπάθεια», μάλιστα, 8 δισεκατομμυρίων ρεάλ (2,2 δισεκατομμυρίων ευρώ).

Οι εγχώριοι πιστωτές

Αν και η λιτότητα επέτρεψε στη Βραζιλία να ξεφύγει από τις δαγκάνες του ΔΝΤ, θα την οδηγούσε στα νύχια των εγχώριων πιστωτών: των πλούσιων νοικοκυριών. Οι πλούσιοι δέχονται να χρηματοδοτήσουν το κράτος αγοράζοντας ομόλογα, με τη μόνη προϋπόθεση ότι θα απολαμβάνουν ένα από τα υψηλότερα επιτόκια παγκοσμίως (10,25% τον Ιούλιο του 2010). Το 2009, κατέληξε με τον τρόπο αυτό στις τσέπες των εγχώριων πιστωτών, το 5,4% του ΑΕΠ της Βραζιλίας, δηλαδή ποσό δεκατρείς φορές μεγαλύτερο από τις δαπάνες για το εμβληματικό κοινωνικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Λούλα.

Ο οικονομολόγος Πιέρ Σαλαμά, διαπιστώνοντας ότι «ο αριθμός των Βραζιλιάνων που κατείχαν κινητή περιουσία αξίας άνω του 1 εκατομμυρίου ευρώ αυξήθηκε κατά 19,1% μεταξύ 2006 και 2007», συνοψίζει την οκταετία Λούλα ως εξής: «Ο αριθμός των φτωχών μειώθηκε και πάνω από το ένα τρίτο των Βραζιλιάνων είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, αλλά, για μια πολύ μικρή μειοψηφία του πληθυσμού, η αύξηση των εισοδημάτων ήταν ακόμη μεγαλύτερη». Σύμφωνα με τους υπολογισμούς, οι ανισότητες μειώθηκαν, αλλά λιγότερο χάρη στις κοινωνικές παροχές και περισσότερο λόγω «της οικονομικής ανάκαμψης, του χαρακτήρα της ανάπτυξης και των συνεπειών της στην αγορά εργασίας(8)». Η οικονομική ανάπτυξη, όμως, οφείλεται λιγότερο στα κοινωνικά μέτρα του Λούλα ντα Σίλβα και περισσότερο στη βουλιμία με την οποία η βραζιλιάνικη οικονομία καταβροχθίζει τις πρώτες ύλες της χώρας.

Ούτε και η φορολογική πολιτική εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των πλουσιότερων και των φτωχότερων με τον ίδιο τρόπο. Τον Φεβρουάριο του 2009, ο Ολιβιέ ντε Σούτερ, ειδικός απεσταλμένος του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για το δικαίωμα στη διατροφή, εξηγούσε: «Οι φορολογικοί συντελεστές είναι πολύ υψηλοί για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και χαμηλοί για τα εισοδήματα και τις κληρονομιές. Οι οικογένειες που έχουν εισόδημα που αντιστοιχεί σε λιγότερο από δύο κατώτατους μισθούς, ξοδεύουν κατά μέσον όρο το 46% του εισοδήματός τους σε έμμεσους φόρους».

Τον Μάιο του 2010, ο Μόιζες Ναΐμ, πρώην αρχισυντάκτης του (υπερφιλελεύθερου) περιοδικού «Foreign Policy», εκτιμούσε από τις στήλες της ισπανικής «El Pais» ότι ο Λούλα υπήρξε «ένας από τους προέδρους που ευνόησαν όσο λίγοι την αγορά, τον ιδιωτικό τομέα και τις ξένες επενδύσεις στη Βραζιλία». Οχι και σε πλήρη διαφωνία με τον Ναΐμ, ορισμένα μέλη ή συμπαθούντες του Κόμματος των Εργατών (του Λούλα) εκτιμούν ότι ο Λούλα πήρε μέρος σε αυτό που ο ιταλός μαρξιστής θεωρητικός Αντόνιο Γκράμσι αποκαλούσε «παθητική επανάσταση»: μια πολιτική στρατηγική την οποία υιοθετεί η αστική τάξη για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους της όταν βλέπει την ηγεμονία της να απειλείται, κυρίως μέσω της σταδιακής, αλλά διαρκούς, ενσωμάτωσης των ηγετών των «κατώτερων τάξεων» στον συνασπισμό εξουσίας.

Μολονότι ο Λούλα διέθετε και άλλες επιλογές, πολλοί παράγοντες εγγενείς στην πολιτική ζωή της Βραζιλίας τον έσπρωξαν, χωρίς αμφιβολία, στον δρόμο αυτό.

Μετεγγραφές βουλευτών

Οταν εκλέγεται πρόεδρος, το 2002, το Κόμμα των Εργατών δεν διαθέτει παρά 91 βουλευτές σε σύνολο 513. Για να κυβερνήσει, υποχρεώνεται να συγκροτήσει συνασπισμό εννέα κομμάτων και να απευθυνθεί σε ελάχιστα αξιόπιστους συμμάχους, οι οποίοι, όπως εξηγεί ο δημοσιογράφος Μαρκ Σεντ-Ιπερί, «διαγκωνίζονται για ρουσφέτια, θέσεις και δημόσια κονδύλια». Στη Βραζιλία, «το ένα τρίτο των βουλευτών κατά μέσον όρο αλλάζει κόμμα τουλάχιστον μία φορά στη διάρκεια της τετραετίας. Το ένα τέταρτο των βουλευτών αλλάζει κόμμα περισσότερες από μία φορές(9)».

Σήμερα, 147 βουλευτές, καθώς και 21 από τους 81 γερουσιαστές βρίσκονται αντιμέτωποι με τη Δικαιοσύνη. Η διαφθορά υπολογίζεται ότι στοιχίζει περίπου 40 δισεκατομμύρια δολάρια (31 δισεκατομμύρια ευρώ) τον χρόνο στη Βραζιλία, πέντε φορές περισσότερο από το κοινωνικό πρόγραμμα Bolsa Familia. Εχοντας αποκτήσει τέτοιες διαστάσεις, είναι πολύ δύσκολο η διαφθορά να μην προκαλέσει γάγγραινα στην πολιτική ζωή και να μην διαβρώσει την αποφασιστικότητα και των πιο ακέραιων χαρακτήρων(10).

Από την εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2002, το πρόγραμμα του Λούλα ντα Σίλβα είχε λοξοδρομήσει προς το Κέντρο. Το Κόμμα των Εργατών, στου οποίου τις γραμμές, αρχικά, δεν γίνονταν δεκτοί επιχειρηματίες, γαιοκτήμονες και τραπεζίτες, συμμάχησε τότε με έναν εκατομμυριούχο (και ευαγγελιστή) εργοδότη, τον Ζοζέ Αλενκάρ, ο οποίος έγινε ο υποψήφιος αντιπρόεδρος. Ο τότε σύμβουλος επικοινωνίας του Λούλα, ο Ντούντα Μεντόνσα, υποστηρίζει ότι ο πελάτης του, στη συγκεκριμένη φάση της σταδιοδρομίας του, ήταν «έτοιμος να προβεί σε κάθε συμβιβασμό για να γίνει πρόεδρος»(11).

Πάντως, για τους Βραζιλιάνους, η περίοδος Λούλα θα μείνει ως μία από τις πιο θετικές στην πρόσφατη ιστορία της χώρας. Απόδειξη; Οι περισσότεροι επιθυμούν να συνεχιστεί η πολιτική του και από τον νέο πρόεδρο. Είναι κάτι τέτοιο πιθανό;

(1) ΣτΕ: Ο όρος επινοήθηκε το 1989 από τον οικονομολόγο Τζον Γουίλιαμσον. Με αυτόν συνόψισε 10 βασικές οικονομικές συνταγές, τις οποίες υποστήριζε ότι έπρεπε να ακολουθήσουν τα κράτη με οικονομικές δυσχέρειες, έτσι όπως αυτές εκπορεύονταν από διεθνείς οργανισμούς, όπως το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα και το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών.

(2) Nancy Birdsall, Augusto de la Torre, Felipe Valencia Caicedo, «The Washington Consensus: Assessing a damaged brand», Working Paper 213, Center for Global Development, Ουάσιγκτον, Μάιος 2010.

(3) «Σχολικό Ταμείο»: εγγυάται χρηματικό βοήθημα στις φτωχές οικογένειες, με την προϋπόθεση τα παιδιά τους που βρίσκονται σε σχολική ηλικία (από 7 έως 14 ετών) να παρακολουθούν τα μαθήματα.

(4) «Ταμείο Διατροφής»: προορίζεται για οικογένειες με παιδιά προσχολικής ηλικίας και για έγκυες γυναίκες.

(5) Σε ακριβή μετάφραση, «βοήθημα φυσικού αερίου». Το πρόγραμμα αυτό του υπουργείου Ενέργειας και Ορυκτού Πλούτου χορηγούσε 15 ρεάλ (6,5 ευρώ) σε όλες τις φτωχές οικογένειες, για να τις βοηθήσει να πληρώσουν τον λογαριασμό του φυσικού αερίου. Το 2002, το βοήθημα λάμβαναν 5,7 εκατομμύρια οικογένειες.

(6) Armando Boito Jr., «As relacoes de classe na nova fase do neoliberalismo no Brasil», στο Gerardo Caetano (διευθ.), Sujetos sociales y nuevas formas de protesta en la historia reciente de America Latina, Consejo latinoamericano de ciencias sociales, (Clasco), Μπουένος Αϊρες, 2006.

(7) Το θετικό καθαρό αποτέλεσμα των κρατικών εσόδων μείον τις κρατικές δαπάνες (δηλαδή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους).

(8) Pierre Salama, «Lula, a-t-il vraiment fait reculer la pauvrete?», «Alternatives internationales», έκτακτο τεύχος ν. 7, Παρίσι, Δεκέμβριος 2009.

(9) Marc Saint-Upery, Le Reve de Bolivar, La Decouverte, Παρίσι, 2007.

(10) Ο «Λούλα» θα πληρώσει πολιτικά τη διαφθορά το 2005, όταν ξεσπά το σκάνδαλο του mensalao, δηλαδή του μηνιαίου «μισθού» που εισέπρατταν βουλευτές με προτεραιότητα όχι την υποστήριξη του πολιτικού τους προγράμματος, αλλά το πορτοφόλι τους.

(11) Richard Bourne «Lula of Brazil : The Story So Far», Zed Books, Λονδίνο, 2008.

* Καθηγήτρια στο Center for Latin American Studies (CLAS) του Rutgers University, στο Νέο Μπρανσγουάικ (Νιου Τζέρσεϊ, Ηνωμένες Πολιτείες).

www.enet.gr


Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;